- αποπέφτω
- (αόρ. απόπεσα) αμετ.1) окончательно обрушиться; 2) разориться; обеднеть; 3) попадать в плохие руки; 4) неудачно выходить замуж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπέφτω — (Μ ἀποπέφτω) νεοελλ. 1. καταπέφτω, εξασθενώ τελείως 2. πέφτω σε κακά χέρια μσν. πέφτω με ορμή πάνω σε κάποιον … Dictionary of Greek